σβήσιμο

σβήσιμο
και εσφ. γρφ. σβύσιμο, το, Ν
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβήνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ- τού αορ. έσβησα τού σβήνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσ-ιμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σβήσιμο — το, ατος 1. κατάσβεση: Σβήσιμο της φωτιάς. 2. μτφ., απάλειψη, διαγραφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαγοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού 2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαρο α) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούρι β) πόδι σφαγμένου λαγού που… …   Dictionary of Greek

  • σβησιματιά — η, Ν [σβήσιμο, ατος] σημάδι σε χαρτί από σβήσιμο, από διαγραφή …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • απαλοιφή — η (Α ἀπαλοιφή) [απαλείφω] εξάλειψη, διαγραφή, σβήσιμο νεοελλ. Μαθ. η πράξη της εξάλειψης μιας μεταβλητής μεταξύ δύο εξισώσεων ή γενικότερα ν μεταβλητών μεταξύ ν + 1 εξισώσεων …   Dictionary of Greek

  • απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… …   Dictionary of Greek

  • διαγραφή — η (AM διαγραφή) 1. απεικόνιση, αναπαράσταση με γραμμές, σκαρίφημα, σχεδίασμα 2. η συνοπτική περιγραφή, η έκθεση, η συνόψιση 3. απάλειψη, σβήσιμο 4. (για χρέος) εξάλειψη αρχ. 1. η υποτύπωση γραμμικού σχεδίου 2. κατάλογος, πίνακας 3. διάταγμα,… …   Dictionary of Greek

  • εσπιράντο — το (ως διεθνής μουσικός όρος) βαθμιαία εκπνοή, ήρεμο σβήσιμο τής φωνής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. espirando] …   Dictionary of Greek

  • κατάσβεση — η (AM κατάσβεσις) [κατασβέννυμι] ολοκληρωτικό σβήσιμο («κατάσβεσις τῶν ἐμπιπραμένων», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. κατάπαυση, καταστολή, κατασίγαση …   Dictionary of Greek

  • κηροσβέστης — και κεροσβήστης, ο εκκλησιαστικό σκεύος που χρησιμοποιείται για το σβήσιμο τών αναμμένων κεριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + σβέστης (< σβέννυμι), πρβλ. κανδηλο σβέστης, πυρο σβέστης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”